δακτύλι — το βλ. δαχτύλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… … Dictionary of Greek
δαχτύλι — το βλ. δακτύλι … Dictionary of Greek
σκιάς — (I) άδος, ἡ, Α βλ. σκιάδα. (II) Ν επίρρ. τουλάχιστον («και σκιάς εις το δακτύλι μου αυτός δε θέλ απλώσει», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για διαλ. τ.]. (III) ο, Ν 1. απότομος, τραχύς άνθρωπος 2. συνεκδ. κακοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ.… … Dictionary of Greek
δακτυλιδίου — δακτυλίδιον ring neut gen sg δακτυλῑδίου , δακτυλίδιον ring neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτυλιδίων — δακτυλίδιον ring neut gen pl δακτυλῑδίων , δακτυλίδιον ring neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτυλιδίῳ — δακτυλίδιον ring neut dat sg δακτυλῑδίῳ , δακτυλίδιον ring neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτυλίδια — δακτυλίδιον ring neut nom/voc/acc pl δακτυλί̱δια , δακτυλίδιον ring neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτυλίδιον — ring neut nom/voc/acc sg δακτυλί̱διον , δακτυλίδιον ring neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)